Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Λαός, που σιωπά..


Υπάρχει ένας μύθος, που δεν μπορώ να θυμηθώ, πού τον διάβασα.
Επιτρέψατέ μου να σας τον αποδώσω από μνήμης (με όσες συνακόλουθες αποκλίσεις), καθ’ όσον θεωρώ ότι εκφράζει τα μέγιστα την σημερινή πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Ήταν, λέει ο μύθος, ένας πολύ καλωσυνάτος και φιλήσυχος Ισπανός στα τέλη του 15ου αιώνα. Έμενε μόνος σ’ ένα καλυβάκι στην εξοχή και ζούσε απλά και ταπεινά και φιλήσυχα, δουλεύοντας σε γαιοκτήμονες. Τον έθλιβε η ξυπασιά της κοινωνίας και οι αδικίες των ισχυρών της εποχής. Άκληρος από περιουσία, χωρίς οικογένεια.


Όταν έμαθε ότι ανακαλύφθηκε νέος κόσμος (η Αμερική) το 1492, του ήρθε στο νου μια ιδέα. Εκεί, στην ερημιά, που δεν θα υπήρχε ανωτέρα τάξη, ευγενείς ξυπασμένοι και αδικίες, να εξασφαλίσει ένα μέτριο κτήμα, να το καλλιεργεί, να στήσει σιγα-σιγά ένα σπίτι κανονικό και να ζει έτσι, μακρυά από τη βαβούρα του φθαρμένου κόσμου, δοξάζοντας τον Θεό.
Πράγματι, με το δεύτερο ταξίδι του Κολόμβου (1493), πηρε τα μάτια του κι’ εφυγε, μπάρκαρε μαζί με τους εξερευνητές, βγήκε σε μια έρημη περιοχή, χάραξε τα σύνορα της ερημικής αγροικίας του και μέρα τη μέρα έκτιζε τη ζωή του όπως αυτός την ήθελε, γνήσια, τίμια, ήσυχη, απροβλημάτιστη, ειρηνική.
 
Πέρασαν έτσι 10 χρόνια περίπου, έχτισε και το σπίτι που ονειρευόταν, το αγρόκτημά του ήταν χάρμα οφθαλμών..
Έλα όμως, που την εποχή εκείνη είχε ανοίξει πια ο δρόμος για τον νέο κόσμο και άρχισαν να καταφθάνουν ένοπλοι τυχοδιώκτες κατακτητές!..  Οι περίφημοι κονκισταδόρες. Εισβολείς, επιδρομείς, άγριοι κατακτητές!..
Σκότωναν αλύπητα τους ινδιάνους, κατελάμβαναν τις εκτάσεις, όπου αυτοί κατοικούσαν από αιώνες, και με βουλιμία προσδιόριζαν τον όποιο ορυκτό πλούτο και έστηναν τις αποικίες τους, τις αυθαίρετες και άδικες κοινωνίες τους, όπως τις ήξεραν και από τη διεφθαρμένη Ευρώπη, την Ισπανία κοκ
Μέσα σ’ αυτήν την ορμητική επιδρομή τους, ένας «ευγενής» ιππότης-αποικιστής έφθασε στο αγρόκτημα του φτωχού πρωτοπόρου Ισπανού. Του γυάλισε στο μάτι όλη η διοργάνωση της φάρμας και επίσης και το σπίτι, που έμοιαζε πολύ με τα της μακρινής του πατρίδος, προέταξε το πυροβόλο και διέταξε τον ιδιοκτήτη να του παραδώσει το κτήμα και το σπίτι. Δεν τον ανέστειλε το ότι ο ιδιοκτήτης αυτός ήταν Ισπανός και μιλούσε τη γλώσσα του. Η μανία να αρπάξει από τα έτοιμα και να δικαιώσει τον τυχοδιωκτισμό του τον οδηγούσε σε πλήρη απανθρωπιά.
-Άκουσε, του λέει. Έχουμε τα όπλα, τη δύναμη, την εξουσία εκ μέρους της Βασίλισσας. Το αγρόκτημά σου και το σπίτι σου κατάσχονται. Γίνονται τώρα δικά μου. Επειδή είσαι Ισπανός δεν θα σε σκοτώσω, όπως θα μπορούσα, αλλά θα σε κρατήσω εδώ. Απλά θα είσαι υπηρέτης μου. Αρκεί, να μη θελήσεις ποτέ να μου κάνεις κακό. Θα είσαι εδώ, θα δουλεύεις όπως πρώτα, θα έχεις την τροφή σου και τη διαμονή σου σε μια άκρη, αλλά θα είσαι υπόδουλός μου. Θα με υπηρετείς πιστά, υποτεταγμένα, υποδουλωμένα, με απέραντο φόβο απέναντί μου. Σύμφωνοι;
Ο απλοϊκός και καλός Ισπανός δεν απάντησε. Και ποτέ πια δε μίλησε!.
Ο επερχόμενος κατακτητής και νέος ιδιοκτήτης θεώρησε ότι έχασε τη λαλιά του απ’ το φόβο του και δεν έδωσε μεγαλύτερη σημασία.Μάλιστα, καμάρωσε, που ήταν τόσο φοβερός και τρομερός και σκορπούσε τέτοια απειλή και μουγγαμάρα στους μικρούς και τιποτένιους γύρω του!..
Ξεκίνησε τη ζωή του εκεί, και έβλεπε ότι ο «δούλος» του τα πήγαινε θαυμάσια, ήταν πρόθυμος σε όλα, άρα με τη στάση του έδειχνε ότι συμφωνούσε με εκείνο το πρώτο προφορικό συμβόλαιο: Θα με υπηρετείς πιστά, δουλικά, απόλυτα.. Και ..μούγγα!..
Πέρασαν 15 χρόνια, και έτυχε το «αφεντικό» να προσβληθεί από μια τοπική ασθένεια, η οποία του υπέσκαψε σοβαρά την υγεία και τον οδηγούσε ακάθεκτα στον θάνατο.
Ο «δούλος» έκανε ό,τι μπορούσε για να τον περιποιηθεί, να τον ανακουφίσει, να τον σώσει, ει δυνατόν. Αλλά ο οργανισμός του «αφεντικού» είχε φθαρεί, ίσως και από την καλοπέραση και τις σχετικές καταχρήσεις, οπότε έφθασε αναπόφευκτα η στιγμή του τέλους.
Εξαντλημένος στο επιθανάτιο κρεββάτι, γύρισε προς τον «δούλο» και του είπε ξέψυχα: «Πάντως θέλω να σε ευχαριστήσω. Πριν 15 χρόνια που πρωτογνωρισθήκαμε, θυμάσαι που κάναμε μια συμφωνία; Σου ζήτησα πιστά δουλικά να με υπηρετείς. Και συμφώνησες».
Και τότε, μετά από 15 χρόνια, μίλησε ο απλοϊκός, ο αδικημένος, ο «υποδουλωμένος» παλιός Ισπανός και βροντοφώναξε: ΟΧΙ !  Ποτέ δεν συμφώνησα, ποτέ δεν υποσχέθηκα, ποτέ δεν συγκατατέθηκα!  Τώρα που φεύγει η ψυχή σου, βρες τα με την ψυχή σου και το Θεό! ΟΧΙ. Εγώ ποτέ δεν συμβιβάσθηκα με τη δουλικότητά σου!..

Έτσι είναι, σκέφτομαι, και ο ελληνικός λαός. Σιωπά. Σιωπά χαρακτηριστικά. Δίνει την εντύπωση ότι δέχεται αδιαμαρτύρητα και υποτεταγμένα όλα τα αίσχη που διαπράττονται εις βάρος του τα τελευταία χρόνια, όλες τις ταπεινώσεις, όλους τους προπηλακισμούς, ολους τους εξευτελισμούς.
Τον καλούν οι δοσίλογοι να τους ψηφίσει και εκείνος, ως νομοταγής, σιωπηλός πηγαίνει και τους δίνει τον ψήφο και σιωπά.
Κάποτε, θα φθάσει η ώρα, που εντολοδότες και οι εντολολήπτες θα βρεθούν σε κάποιο επιαθανάτιο κρεββάτι. Άφευκτα.
Και τότε, πραγματικά ελεύθερος ο «μουγγός» λαός, ανακουφισμένος και αηδιασμένος συνάμα, θα βροντοφωνάξει:  ΟΧΙ.
Πότε δεν είπα ότι υποδουλώνομαι. Παρίστανα τον μουγγό, για να μην ξεράσω την αηδία μου και για να μην επιδεινώσω την άθλια κατάσταση που δημιουργήσατε σεις, έχοντας άδιστακτα plan Β, στην εφεδρεία των εγκληματικών σχεδίων σας και περιμένοντας την οποια δυναμική αντίδρασή μας για να μας ματοκυλίσετε..
Τώρα, που πάτε στον αγύριστο και βλέπετε στην άβυσσο του χάους τον ίλιγγο των τελωνίων και της αιώνιας καταστροφής σας, ανεπιστρεπτί, τώρα θα μιλήσω:  ΟΧΙ !. Πλανηθήκατε!. Ποτέ δεν υποδουλωθήκαμε!. Ποτέ δεν συμφωνήσαμε στις άνομες συμβάσεις σας.
Εσείς ήσασταν δούλοι φρικτών παγκόσμιων εγκληματιών. Και τώρα δούλοι απροκαλύπτων δαιμόνων. Εσάς θα σας καταπιούν τα τάρταρα. Εσείς το διαλέξατε. Εσείς με την μεγαλοστομία και πολυλογία σας νομίσατε. Και ασεβήσατε πάνω στην σιωπή και την ταπείνωσή μας. Τώρα, θα σας στήσουν στα έξι μέτρα οι Ήρωες και οι Άγιοι αυτού του τόπου. Τώρα θα λογοδοτήσετε. Τώρα θα πληρώσετε!. Τώρα θα μιλήσουμε και θα μας ακούσετε!   
Μην τυχόν και διανοηθείτε να πείτε ότι συμφωνουσαμε, ότι σας δίναμε ψηφο και εντολή να εκτελέσετε τα άνομα σχέδιά σας.. Σας υπομέναμε! Απλώς! Και μια βαρυγκόμια φοβερή σιγόκαιγε στα στήθη μας..
Και περιμέναμε, με σύνεση και πίστη στην ετυμηγορία της Ιστορίας της τελευτή σας!..
Χαίρε ως Χαίρε, ματοβαμένη Λευτεριά!..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου