Συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ.. και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε
βυθίζεσθαι αυτά.. και καταγαγόντες τα
πλοία επί την γην, αφέντες άπαντα ηκολούθησαν Αυτω. (Λουκ. ε’6-7,11)
Θα ήθελα να
επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην εξής λεπτομέρεια:
Πλήθος πολύ
συγκεντρωμένο στην ακροθαλασσιά.
Ο Κύριος χρησιμοποιεί
ως Άμβωνα την πρώρα της ψαρόβαρκας και όρθιος κηρύττει τον λόγο του Θεού στα
πλήθη.
Ο κόσμος κάθεται στην
αμουδιά και αναχαιτίζεται από το ήσυχο κυματάκι, που «σκάει» ρυθμικά εκεί. Κι
άλλοι, βέβαια, όρθιοι να Τον ακούν απορροφημένοι-σαγηνευμένοι.
Ήταν τόσος ο πόθος του
λαού προς τον Φωτοδότη και Ζωοδότη, που ήθελαν να «χυμάνε» πάνω Του, να Τον
εγγίζουν, αν είναι δυνατόν να Τον αγκαλιάζουν, να Του ζητούν ο καθένας την
προσοχή και την ευλογία Του..
Άλλες φορές Τον
περιεκύκλωναν ασφυκτικά και «συνέπνιγον αυτόν» (Λουκ.η’ 42). Άλλες φορές, τόσος ήταν ο ζήλος τους, «ώστε επιπίπτειν Αυτώ, ίνα Αυτού
άψωνται» (Μαρκ.γ’ 10).
Και με τον ίδιο τρόπο, επίσης, ο Κύριος κι άλλη φορά
προσπαθούσε να τους καθηλώσει, για να ακούσουν τον ζωοποιό λόγο Του,
απομακρυνόμενος μέσα σε βάρκα, «και πας ο όχλος επί τον αιγιαλόν ειστήκει» (Ματθ.
ιγ’ 2).
Τελειώνοντας την
ομιλία Του ο Κύριος, ζήτησε από τον Πέτρο να ξαναρίξει τα δίχτυα.
Ξανοίχθηκαν προς τα
βαθύτερα της λίμνης (φαίνεται όχι και τόσο μακρυά, διότι μπορούσαν από εκεί και
φώναξαν και με σινιάλα μήνυσαν στους «συνεταίρους» τους Ιάκωβο και Ιωάννη,
υιούς Ζεβεδαίου να σπεύσουν σε βοήθεια, διότι το πλοιάριο θα βούλιαζε από την
καταπληκτική ψαριά).
Και τελικά τα δύο
ψαράδικα επανέρχονται στον αιγιαλό κατάφορτα από τα δώρα της θάλασσας..
Όμως εκεί ο Κύριος
καλεί τα δύο ζεύγη αδελφών να εγκαταλείψουν τα δίχτυα και να Τον ακολουθήσουν.
Ανδρέας και Πέτρος, Ιωάννης και Ιάκωβος. Τον υπακούν ολοπρόθυμα, εκστασιασμένοι
από το μεγαλείο Του. Πίσω τους οι πατεράδες θα συμμάζευαν τα πλοία..
Και τα ψάρια;
Τα αναρίθμητα ψάρια,
που ως θεία ευλογία τους χάρισε ο Κύριος;;
Ήταν μια άλλη διατροφή
των πεντακισχιλίων!..
Μετά το κήρυγμα, και καθώς
ο Κύριος απεμακρύνετο με το ψαροκάϊκο, αρκετοί από τους ακροατές
έφυγαν-σκόρπισαν. «Δεν θα μιλήσει άλλο. Και προπαντός δεν θα θεραπεύσει σήμερα.
Κρίμα. Τί να πεις.. Απογοήτευση. Άτυχοι ήμασταν».
Άλλοι όμως έμεναν
εκεί. Ώρα πολλή.
Να Τον κυτούν από μακρυά
και με τον πόθο της καρδιάς τους και με το βλέμμα, να «επικοινωνούν» μαζί Του.
Να παρακολουθούν κάθε στιγμή Του. Να εκφράζουν τον ενδόμυχο πόθο τους: «Εσύ
είναι ο ποθητός, ο λατρευτός μας, η πρώτη και τελευταία ελπίδα μας, Εσύ είσαι ο
Υιός του Θεού του ζώντος, Εσύ είσαι ο Ών, η πηγή της Αλήθειας, η πηγή της Ζωής.
Σε πιστεύουμε, Σε λατρεύουμε, Σε περιμένουμε, Σε παρακολουθούμε και Σε
ακολουθούμε, δεν μπορούμε να Σε αποχωρισθούμε. Εδώ θα μείνουμε μέχρι να
γυρίσεις Εσύ»!.
Και γύρισε. Φορτωμένος
με δώρα!
Δεν κοντοστάθηκε, να
θεραπεύσει τους αρρώστους. Είχε άλλο μεγάλο έργο τώρα. Να πάρει μαζί Του τους
πρώτους μαθητές και Αποστόλους Του.
Έδωσε όμως, κατά την
θεοπρεπή κρίση και γενναιοδωρία Του, άλλο δώρο. Την επιούσια τροφή. Για όσους
Τον περίμεναν και Τον αγαπούσαν βαθιά..
Υστερόγραφο:
Γεννώνται οι απορίες:
1. Άραγε οι συγγενείς των πρώτων κλητών Αποστόλων, που έμειναν πίσω με τις
βάρκες και τα ψάρια, άραγε άδραξαν την
ευκαιρία, να πουλήσουν! Να θησαυρίσουν!..
Απάντηση: Σαφώς όχι. Όταν ζεις ένα τέτοιο θαύμα, σε κυριεύει δέος, φόβος,
ρίγος, έκσταση. Δεν απομένουν μέσα σου αισθήματα του κόσμου τούτου.
Εκείνοι οι άνθρωποι του Θεού, σαφώς προσέφεραν τα ουρανόσταλτα δώρα του
Θεού στους ανθρώπους, που ήταν εκεί και είχαν εκζητήσει προηγουμένως «την
Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού» (Ματθ.στ’33). Άλλωστε είχαν τόση δουλειά να κάνουν. Να ξεφορτώσουν τις βάρκες να μαζέψουν και σιγυρίσουν τα δίχτυα, να ασφαλίσουν τις βάρκες
στον αιγιαλό..
2. Άραγε -προφανώς- συνέβη μεγάλος «πανικός», καθώς
οι όχλοι όρμησαν να αρπάξουν, ο καθένας όσα πιο πολλά ψάρια μπορούσε, από αυτά
τα παμπληθή τα δωρεάν προσεφερόμενα;
Απάντηση: Και πάλι όχι. Όταν προηγείται ο λόγος του Θεού, επέρχεται καλλιέργεια,
ηρεμία, ανωτερότητα, ψυχική ευγένεια στα πλήθη. Και μακάρι να το δοκίμαζαν -μόνο
να δοκίμαζαν- αυτοί οι αφώτιστοι άρχοντες, που «κακή μοίρα» τους έφερε πάνω στα
κεφάλια μας. Αντί να εξοπλίζουν «δυνάμεις καταστολής» και να ξυλοκοπούν αλύπητα
με τα γκλόμπς και να ταϊζουν «ληγμένα χημικά» τον εξαγριωμένο λαό, να δίδασκαν,
να νουθετούσαν, να καλλιεργούσαν, να εμπέδωναν δικαιοσύνη αληθινή και ευσέβεια
γνήσια και ηπιότητα και ευγένεια και ανωτερότητα ήθους στην κοινωνία..
Όπως τότε, με την διατροφή των πεντακισχιλίων, όλα έγιναν «ευσχημόνως και
κατά τάξιν».. Όπως στις πρώτες Αγάπες των χριστιανών.. Έτσι συνέβη και στην
ευλογημένη ακροθαλασσιά, την τρισευλογημένη μέρα εκείνη..
Άλλωστε, και πρακτικά ήταν αδύνατο να πλεονεκτήσει κανείς. Τα ψάρια ολόφρεσκα
σπαρταρούσαν. Πόσα να βάλει κανείς σε μια ποδιά, σ’ ένα ζεμπίλι; Πόσα να κουβαλήσει
με το χέρι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου