Μερικές φορές ο
Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Κύριος της ζωής και στοργικός κυβερνήτης της ψυχής
μας, μας ζητάει ξαφνικά κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ δύσκολο.
Προφανώς θέλει, είτε να μας ανασύρει δυναμικά από κινδυνώδες
τέλμα, όπου είχαμε βαλτώσει, είτε να μας ανεβάσει σε τιμητικά ύψη θεοκοινωνίας
και αρετής.
Και τα δύο αυτά ίσχυαν για τον ευσεβή πλούσιο νεανίσκο, για τον
οποίο γράφει ο Ευαγγελιστής Μάρκος ότι «ο Ιησούς εμβλέψας αυτώ ηγάπησεν αυτόν» (Μάρκ.ι’21) δηλ. τον κύταξε τον νέο με απέραντα στοργικό
βλέμμα, αναγνώρισε ως Καρδιογνώστης την ευγένεια της ψυχής του, διέβλεψε συνάμα
την αιχμαλωσία της τρυφής, της καλοζωϊας, του πλούτου, και πόθησε κάτι μεγάλο
γι’αυτόν. Να τον φέρει κοντά Του ως εκλεκτό ακόλουθό Του, ως Απόστολό Του.
Στο βάθος των χρόνων θα έχτιζαν οι πιστοί Ναούς στ’όνομά του και
θα εκζητούσαν τις μεσιτείες του, θα προσκυνούσαν τα ιερά λείψανά του και θα
ελάμβαναν θεραπείες, στο τέλος δε των αιώνων θα εκάθητο και εκείνος στους
δώδεκα θρόνους «κρίνων τας δώδεκα φυλάς του Ιρσαήλ».
Ναι, αλλά ήταν αδύναμος, και η απαίτηση του Κυρίου πολύ βαρειά.
Δεν είναι κατηγορητέος γι’αυτό. Όλοι είμαστε αδύναμοι.
Σε κείνη τη δύσκολη ώρα της αδυναμίας και του πανικού, που
κόβεται η ανάσα και κυριεύει ο ίλιγγος, να επικαλεσθεί τον Ζωοδότη! Όπως είχε
κάνει εκείνος ο δύστυχος και δίψυχος πατέρας του σεληνιαζομένου νέου. «Πιστεύω
Κύριε»! θέλω να πιστεύω. «Βοήθει μου τη απιστία»..
«Διδάσκαλε
αγαθέ, του Ζώντος Θεού Υιέ, συγχώρεσέ με, είμαι αιχμάλωτος, βοήθησέ με». «Ως
οίδας και ως θέλεις ελέησέ με». «Εις το πέλαγος του ελέους Σου την απόγνωσιν
επιρρίπτω της ψυχής μου». (Ευχή Γονυκλισίας της
Πεντηκοστής)
Είναι δε εν προκειμένω πολύ σχετική και χαρακτηριστική η
περίπτωση του Αγίου Ουάρου (19 Οκτωβρίου), ο οποίος
ήταν στρατιωτικός και ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 304 μΧ.
Είχε ξεσπάσει ο
Διωγμός. Ο ίδιος ήταν χριστιανός, αλλά φοβόταν πολύ το μαρτύριο! Κρυβόταν ως
προς την πίστη του.
Σκέφθηκε όμως: Αφού δεν μπορώ και δεν είμαι άξιος να μαρτυρήσω,
τουλάχιστον να πηγαίνω κοντά στους Μάρτυρες και να περιποιούμαι τα τραύματα των
βασανιστηρίων τους και να τους παρακαλώ να εύχονται για μένα τον ταλαίπωρο, τον
χλιαρό και δειλό χριστιανό..
Και έτσι έκανε.
Να όμως, που
προδόθηκε και κλήθηκε να ξεκαθαρίσει τη θέση του ενώπιον του Μαξιμιανού.
Και τότε, ήρθε
ξαφνικά Χάρη άφθονος, γενναιότητα, πνοή θείας αγάπης ασυγκράτητος, αντοχή στις
βασάνους απίστευτη.
Τον κρέμασαν απ’τις μασχάλες και με χοντρά παλούκια του έσπαζαν
τα κόκκαλα! Κατόπιν τον έρριξαν στο χώμα και του ξέσκιζαν τις σάρκες. Κι
ύστεραν τον ξανακρέμασαν και τον άφησαν εκεί να ξεψυχήσει (μετά από 5 ώρες
αργού θανάτου).. Κι’εκείνος δεν φοβόταν πια, μόνο ευφροσύνη και αγαλλίαση ένιωθε..
Μια ευσεβής γυναίκα, η κατόπιν Αγία Κλεοπάτρα, πήρε με ευλάβεια
το τίμιο λείψανό του και το έφερε στην Παλαιστίνη, όπου κοντά στο όρος Θαβώρ
έκτισε Ναό και το κατέθεσε εκεί, για να λαμβάνουν τα πλήθη του λαού άπειρες
ιάσεις και ευεργεσίες.
Είμαστε αδύναμοι. Έχουμε γήϊνο φρόνημα. Δεν μπορούμε να αρθούμε
υπεράνω των εγκοσμίων και να ατενίσουμε και να πιστέψουμε αληθινά τα αιώνια.
Λοιπόν; Θα απελπισθούμε; Θα μαραζώσουμε;
Όχι. Απλά ταπεινοφρονούμε.
Και λέμε
«Χριστέ μου, κακόμοιρος είμαι. Ελέησέ με».
Και προσκυνούμε εκείνους, τους εκλεκτούς, που μπόρεσαν, που
χαριτώθηκαν..