Η ΜΑΝΑ ΕΛΗΑ
Μια φορά κι εναν καιρό, ήταν τρεις αδερφές όρφανές από πατέρα κι
από μάννα, αλλά ήταν κι οι
τρεις αγαπημένες και μεγάλωναν στο σπίτι τους.
Όταν εμεγάλωσαν κι ήρθε η ώρα να παντρευτούνε, μπαίνει στο σπίτι τους ένα παλληκάρι ωραίο και θαμπώθηκε από
την ομορφιά τους μα πιο πολύ απ' της μικρότερης.
Όταν όμως ήρθε η ώρα να τα κουβεντιάσουν, η μικρότερη σκέφτηκε ότι
πρώτα πρέπει να νοικοκυρευτεί η μεγαλύτερη, για να μη την πάρουν τα χρόνια, κι έτσι
αποφάσισαν να πάρει το παλληκάρι την πρώτη.
Κι εγινεν ο γάμος κι απόμειναν τώρα δυο αδερφές ανύπαντρες.
Μετά από λίγον καιρό έρχεται άλλος γαμπρός στο σπίτι και ζητάει κι αυτός τη μικρότερη. Αυτή όμως
πάλι σκέφτεται τη μεγαλύτερή της και
λέει ότι
δεν ήρθε ακόμα η ώρα της.
Έτσι παντρεύτηκε και δεύτερη.
Κι επειδή εφρόντιζε τις άδερφές της σαν να ήταν η μάννα τους, τη
φώναζαν μάννα.
Ώσπου να κυλήσει ο χρόνος άρχισαν τα γεννητούρια της πρώτης αδερφής
κι ύστερα της δεύτερης κι ύστερα πάλι της πρώτης καί, καταλαβαίνετε, τώρα η τρίτη αδερφή δεν
προλάβαινε να νταντεύει τ’ανήψια της.
Κι όταν παρουσιάστηκε κι ενας γαμπρός και γι’ αυτήν, δεν είχε καιρό ούτε να γυρίσει να τον
κοιτάξει, γιατί ήταν χειμώνας και τα μωρά έβηχαν κι είχαν πυρετούς, και όλο τέτοια.
Τό καλοκαίρι, που γίνονταν καλά στην υγεία τους τα μικρά, εγεννιούνταν
καινούργια και δεν τελιώναν.
- Μα γιατί σκοτώνεσαι τόσο πολύ με τα μωρά
των αδερφάδων σου; Τη ρωτούσαν καμμιά φορά οι γείτονες.
- Αν ζούσε η μάννα μας, έτσι δεν θάκανε; Απαντούσε αυτή. Το κάνω για
μνημόσυνο της μάννας μας.
- Έ, σωστά λοιπόν σε φωνάζουν μάννα, της ελεγαν οι γείτονες.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια χωρίς να το
καταλάβει η «μάννα», και τ’ανήψια της μεγάλωσαν κι άρχισαν να παντρεύονται κι αυτά και τώρα είχε πάλι μωρά να
νταντεύει η μάννα, ώσπου γέρασε η
καημένη και δεν είχε ιδεί ούτε τη φάτσα της στον καθρέφτη και γι’ αυτό ούτε
είχε καταλάβει πως γέρασε.
Μιά φορά όμως, που στόλιζε για νύφη μιά απ' τις ανηψιές της, την ώρα
που της έπλεκε τις κοτσίδες της, γύρισε και κοίταξε στον καθρέφτη κι είδε τον εαυτό
της.
Τότε ο Μεγαλοδύναμος την έκανε μια πραγματική ελιά έξω από το σπίτι
τους και τώρα έκτος από μάννα την έλεγαν κι ελιά.
Και έχουν να λένε πως οι ελιές είναι αθάνατα δέντρα.
Γι’ αυτό η μάννα-ελιά δεν πεθαίνει ποτέ.
Τον ένα χρόνο που ανθίζουν όλα τα δέντρα και στολίζονται νυφούλες οι αμυγδαλιές, οι
ροδιές, οι κυδωνιές, η ελιά δεν ετοιμάζει καρπό, για να ξεκουράσει τις αδερφές
της και τις ανηψιές της απ’ τα λιομαζώματα.
Την άλλη χρονιά όμως κάνει όλο τον καρπό της μαζεμένον, γιατί σκέφτεται «με τί θα μαγειρεύουν, με τί θ’ανάβουν οι άδερφές της το καντήλι τους, με τί θα βαφτίζουν τα παιδιά τους, με τί θα κάνουν το Ευχέλαιο και θά βάζουν στα μωρά τους, όταν συγκαίονται το χειμώνα τα καημένα.
Κων.Γανωτής. Ο βοσκός Νικάνορας.
Εκδ.Παρρησία. σελ.29-31
Η ελιά
Κωστής Παλαμάς
Eίμαι του ήλιου η
θυγατέρα
H πιο απ’ όλες
χαϊδευτή.
Xρόνια η αγάπη του
πατέρα
Σ’ αυτόν τον κόσμο
με κρατεί.
Όσο να πέσω
νεκρωμένη,
Aυτόν το μάτι μου
ζητεί.
Eίμ’ η ελιά η
τιμημένη.
Δεν είμ’ ολόξανθη,
μοσχάτη
Tριανταφυλλιά ή
κιτριά·
Θαμπώνω της ψυχής
το μάτι,
Για τ’ άλλα μάτια
είμαι γριά.
Δε μ’ έχει αηδόνι
ερωμένη,
M’ αγάπησε μία
θεά·
Όπου κι αν λάχω
κατοικία,
Δε μ’ απολείπουν
οι καρποί·
Ώς τα βαθιά μου
γηρατεία
Δε βρίσκω στη
δουλειά ντροπή·
Μ’ έχει ο Θεός
ευλογημένη
Kι είμαι γεμάτη
προκοπή·
Eίμ’ η ελιά η
τιμημένη.
Φρίκη, ερημιά,
νερά και σκότη,
Tη γη εθάψαν μια
φορά·
Πράσινη αυγή με
φέρνει πρώτη
Στο Nώε η
περιστερά·
Όλης της γης είχα
γραμμένη
Tην εμορφιά και τη
χαρά·
Eίμ’ η ελιά η
τιμημένη.
Εδώ στον ίσκιο μου
από κάτου
Ήρθ’ ο Χριστός ν’
αναπαυθεί,
Kι ακούστηκε η
γλυκιά λαλιά του
Λίγο προτού να
σταυρωθεί·
Το δάκρυ του,
δροσιά αγιασμένη,
Έχει στη ρίζα μου
χυθεί·
Eίμ’ η ελιά η
τιμημένη.
Αποσπάσματα από
ποιήματα του Ιωάννη Πολέμη
Ευλογημένο να ‘ναι ελιά το χώμα που σε τρέφει
κι ευλογημένος ο
καρπός που πίνεις απ’ τα νέφη
κι ευλογημένος
τρεις φορές Αυτός που σ’ έχει στείλει
για το λυχνάρι του
φτωχού, για τ’ άγιου το καντήλι.
Πατρίδα τα
λιοτρίβια σου δουλεύουν νύχτα μέρα
με του λαδιού τη
μυρωδιά γεμίζουν τον αέρα.
Κι είν’ οι ελιές,
Πατρίδα μου ακούραστες γριούλες
Με τον καρπό τους
τρέφουνε παιδάκια και μανούλες.
Κι είν’ οι ελιές, Πατρίδα μου Δέντρα ευλογημένα
που στέκονται στον
άνεμο με τα κλαδιά απλωμένα.
Γλυκόφυλλη η ελιά
τον ίσκιο διπλώνει
το φουντωμένο
κλήμα πού και πού
το ψηλαφούν οι
χαμηλοί της κλώνοι
γερμένοι από το
βάρος του καρπού.
με πόθο και μ’
αγάπη τη θεωρεί γιατί
το καντηλάκι που
‘χει σβήσει
το φως απ’ τον
καρπό της λαχταρεί.
Καταπληκτικοί δάσκαλοι των καιρών μας, που φέρνουν τους μαθητές τους κοντά στη φύση.
Τους αξίζουν ολόθερμα συγχαρητήρια!.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου