Στη Μονή Χοζεβά στα Ιεροσόλυμα, είχανε οι πατέρες αγρυπνία
των δύο Ιεραρχών Αθανασίου και Κυρίλλου, 18 Ιανουαρίου. Είχανε έλθει στην
αγρυπνία κι οι Ασκητές, όπως σήμερα έρχονται τις Κυριακές. Την νύκτα είχε
βρέξει λίγο. Το πρωϊ οι ασκητές πατέρες, μετά την Αγρυπνία πήρε ο καθένας τον
τορβά του, με την ευλογία που τους παραχωρεί η Μονή, λίγο λάδι, παξιμάδι,
όσπρια, και ό,τι άλλο παρηγορητικό υπάρχει στη Μονή, και γυρίζανε στα Ασκητήρια
τους, στη χαράδρα.
Τρεις γέροντες ερημίτες, ένας Kρητικός Βαρνασούφιος και δυό
Πελοποννήσιοι, Αλέξιος Ιερομόναχος και πνευματικός των ερημιτών πατέρων, και ο
μοναχός Ιουστίνος, μείνανε πίσω από τους άλλους ασκητές.
Γυρίζοντας, λοιπόν, έξω από τη Μονή είδαν σαλιγκάρια. Λέγει ο
Γέρων Βαρνασούφιος «Πατέρες δε μαζεύουμε μερικά σαλιγκάρια, να φάμε το αιδέσιμο
της ημέρας»; Άφησαν τους τορβάδες και σκαρφαλωμένοι στα βράχια μάζευαν
σαλιγκάρια. Σ’ ένα σημείο ο γέρων Βαρνασούφιος αισθάνθηκε «άρρητη ευωδία».
Ρώτησε τους άλλους αν αίσθάνθηκαν κι αυτοί, αλλά απάντησαν αρνητικά.
Ο Γέρων απορούσε πολύ και δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν η ευωδία.
Η έρημος ήταν κατάξερη, δεν είχε ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, κάτι
μυστήριο είχε συμβεί. Σε λίγο διεπίστωσε ότι η ευωδία έβγαινε από μιά μικρή
τρύπα, η οποία είχε δημιουργηθεί με τη διάβρωση του λιγοστού χώματος, που υπήρχε
στην πλαγιά. Ήταν η είσοδος του Σπηλαίου, όπου είχαν τοποθετήσει τα λείψανα των
πατέρων, που σφαγιάσθηκαν. Και η ευωδία ήταν των Αγίων λειψάνων.
Σιγά-σιγά
και οι άλλοι δυό μοναχοί άρχισαν να αισθάνονται την άρρητη αυτή ευωδία πιό
έντονη. Ο Γέρων έφθασε στην τρύπα χωρίς να το θέλει, προσηλωμένος στα
σαλιγκάρια, εκεί αισθάνθηκε πιό δυνατή την ευωδία. Τότε κατάλαβε ότι εκεί μέσα
στην έρημο κάτι υπάρχει. Άφησε τα σαλιγκάρια χάμω και με τα χέρια του έβγαλε τα
χώματα, μεγάλωσε την τρύπα και με την κοιλιά σέρνοντας, μετά από τρία-τέσσερα
μέτρα βάθος, βρέθηκε ο Γέρων στο κενό του Σπηλαίου. Σηκώθηκε κι είδε τα σκηνώματα
των Αγίων ακέραια, με τα μαλλιά των και τις σάρκες τους, σαν να τους είχανε
βάλει εκείνην την ώραν στο Σπήλαιο. Ο Γέρων έσκυψε κι έπιασε ρούχα και
σάρκες, αλλά βλέπει και στα χέρια του αίματα. Φοβήθηκε ο Γέρων
έμεινε ξερός, νομίζοντας ότι είναι φαντασία, δαιμονική πείραξη. Όταν
όμως ειδε πως και μετά την μικρή προσευχή και επίκληση της Αγίας Τριάδος, που
έκανε, δε χάθηκαν, τότε κατάλαβε ότι είναι οι σφαγιασθέντες Πατέρες.
Φώναξε
και τους άλλους δυό γέροντες, μπήκαν και αυτοί μέσα, είδανε τα ακέραια σώματα
των Πατέρων, προσκύνησαν, και βγήκαν έξω. Ήλθαν στο Μοναστήρι, και είπαν τί και
πώς είδαν. Αμέσως ο Ηγούμενος κι οι Πατέρες της Μονής με θυμιατά, άμφια, και
λαμπάδες, καμπάνες και σήμαντρα, πήγαν στο Σπήλαιο. Μπήκαν μέσα
και είδαν οστά καθαρά, χωρίς σάρκες και ράσα. Αλλά μέχρι σήμερα, υπάρχουν
ρούχα με τα αίματα, πόρπες, ζώνες, τεμάχια από τα σχήματα Αρχιερέων, και
τεμάχια απο τα ωμοφόρια. Οι πατέρες γύρισαν στη Μονή και οι γέροντες
ερημίτες γύρισαν στα και αυτοί στα ασκητήρια τους.
Ο Γέρων Βαρσανούφιος, που είχε μπει πρώτος στο Σπήλαιο, βρισκόταν
σε μεγάλη σκέψη και απορία και παρακαλούσε τον Κύριο κάθε μέρα να του δείξει τί
είναι άραγε αυτοί οι πατέρες και αν είναι σωσμένοι.
Περίεργος
ο Γέρων, ύστερα από τρεις μήνες στις δύο η ώρα έκανε τον Εσπερινό στην
είσοδο του Σπηλαίου με το φως του Ήλιου. Σε μιά στιγμή άκουσε ο Γέρων φωνή
από το βάθος του Σπηλαίου να του λέει: «Γέροντα, ανέβα στο Σπήλαιο, για να
πληροφορηθείς αυτό που ζητάς». Ο Γέροντας τρόμαξε και δεν μπορούσε να
καταλάβει πού τον στέλνει η φωνή και τί να πληροφορηθεί, και τί φωνή είν’
αυτή. Κατάμονος ο Γέρων μπήκε στο Σπήλαιο. Έμεινε όρθιος με τη μαγκούρα στο
στήθος, κι ακουμπισμένος στην πατερίτσα του, και με το κομποσχοίνι στο χέρι,
προσευχόταν τρία μερόνυχτα χωρίς να φάει ούτε να πιεί.
Με τη γεροντική του κούραση ακούμπησε το κεφάλι του στήν
πατερίτσα και τον πήρε ο ύπνος λίγα λεπτά και βλέπει στο δάπεδο του Σπηλαίου,
μεταξύ των αγίων λειψάνων, χιλιάδες καντήλια αναμμένα, κούπες κρυστάλινες
καθιστές. Ακόμα βλέπει στο βόρειο μέρος του σπηλαίου, έναν νέο Μοναχό με ράσο
και που στο ένα χέρι του κρατούσε λαδικό και στο άλλο κομμάτι ύφασμα και με
κερί αναμμένο, ανανέωνε τα καντήλια καί όπου χρειαζόταν λάδι έβαζε. Του λέγει ο
Γέρων «Ευλόγησον πάτερ». Του απάντησε ο ξένος μοναχός καντηλανάφτης: «Ο Κύριος
να σ’ ευλογεί, Γέροντα». Τότε ο π. Βαρσανούφιος τον ρώτησε τί κάνει εδώ κι
εκείνος απάντησε πως ανάβει τα καντήλια των πατέρων. Ύστερα τον ρώτησε από
ποιό μοναστήρι είναι, κι εκείνος του αποκρίθηκε ότι είναι απ' εδώ στο Μοναστήρι,
αλλά λείπει χρόνια. «Πάτερ» του λέει ο γέροντας Βαρσανούφιος «γύρισε πίσω,
άφησες στη γωνία του σπηλαίου κανδήλια σβηστά, άναψέ τα».
Τότε ο ξένος μοναχός είπε: «Γέροντα, τα είδα ότι είναι σβηστά, δεν
μπορώ όμως να τ’ ανάψω γιατί είναι των ζώντων πατέρων της Μονής. Είναι κι αυτά
μαρτυρικά, αλλά όχι με αίμα». Τότε ο γέροντας κατάλαβε ότι αυτός δεν είναι κοινός
μοναχός, αλλά κάποιος Άγιος του Σπηλαίου, «εκ των κατακειμένων πατέρων», ή άλλως,
Άγγελος Κυρίου. Τότε βλέπει ο γέροντας τον ξένον Μοναχόν, άνοιξε το ράσο του,
και φάνηκαν οι φτερούγες του και πέταξε. Η φτερούγα μάλιστα κτύπησε τον
γέροντα λίγο στο μέτωπο. Και τότε τρομαγμένος ξύπνησε κι είδε τη σκιά του Αγγέλου,
που βγήκε απ' το Σπήλαιο και χάθηκε. Όταν ο γέροντας ξύπνησε, δεν είδε ούτε τον
Άγγελο ούτε τα καντήλια, μόνον τα λείψανα έβλεπε, όπως καί προηγουμένως. Ο Θεός
είχε λύσει την απορία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου