Πάνω σε μια πέτρα, στην άκρη του δρόμου, καθόταν ο κακόμοιρος ο τυφλός.
Είχε το πρόσωπο προτεταμένο, σα να
ήθελε να δει. Αλλά δεν έβλεπε. Άκουγε.
Ανίχνευε
την κίνηση του δρόμου, ήλπιζε σε κανέναν φιλάνθρωπο περαστικό, είχε το αυτί
στημένο και στο πήλινο σκεύος μπροστά του, μήπως και ακουγόταν ήχος
νομίσματος..
Πού και πού ψέλιζε: ελεήστε, άνθρωποι!..
Μα, εκείνη
την ώρα, οι κεραίες τους έπιασαν ήχο ασυνήθιστο. Σάλαγο από βήματα και ομιλίες
πλήθους, που όλο και πλησίαζε. Κι άλλοι διάβαιναν βιαστικά μπροστά του, και ο
αέρας απ’ τα ιμάτια του ’δινε στο πρόσωπο μηνύματα για κάτι σημαντικό και κάτι
επείγον..
- Έ,
άνθρωποι, συμβαίνει κάτι; Φώναξε.
Δεν πήρε απάντηση. Ξαναφώναξε.
- Τί συμβαίνει, βρε παιδιά;
- Σταμάτα εσύ. Ο Ιησούς ο
Ναζωραίος, ο Διδάσκαλος, περνάει απ’ τα μέρη μας. Περνάει απ’τον πάνω δρόμο..
Α!.. Είχε
ακούσει. Ήξερε. Ήταν σοφός Εκείνος. Ήταν θαυματουργός. Ήταν γεμάτος καλοσύνη.
Ήταν.. Μα, ναι. Ήταν πάνω απ’όλα ο Μεσσίας, ο αναμενόμενος απόγονος του Δαβίδ..
Ας είπαν οι άλλοι «Ναζωραίος». Αυτός ήξερε. Ήταν ο Μεσσίας! Όσοι βρίσκονται
μέσα σε πόνο καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα.. Νιώθουν βαθιά!
Κι άρχισε
να φωνάζει.
- Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με.
Νοιάξου και για μένα. Είσαι ο
Μεσσίας. Σε πιστεύω, σε ομολογώ, σε επικαλούμαι. Φρόντισέ με. Δείξε και σε μένα
τον ταλαίπωρο και φτωχό την ευσπλαγχνία σου..
Φώναζε.
Πού; Μέσα στο πλήθος ασήμαντη μονάδα, ακρινή λεπτομέρεια, αθώρητη..
Ο Κύριος ήταν ακόμη μακρυά.
Απίθανο να τον ακούσει.
Κι ο ίδιος
ο τυφλός το ένιωθε αυτό.
Ωστόσο φώναζε. Τον επικαλούνταν.
Έτσι στον αέρα, στο κενό.
Οι γύρω,
νιώθοντας πως μάταια φωνάζει, επιχειρούν να τον φιμώσουν.
- Κλείσε το στόμα σου. Δεν σε
ακούει. Σταμάτα. Μας ενοχλείς κιόλας. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε
προσέξει..
Ευτυχώς,
που του πήγαν κόντρα..
Αύξησε την ένταση ο πιστός τυφλός.
Δεν υπηρχε περίπτωση (σκεφτόταν) να χάσει την ευκαιρία.
Με
περισσότερη δύναμη ψυχής, με ένταση φωνής, απεγνωσμένα, ικετευτικά, φώναζε
συνεχώς κι επαναλάμβανε επίμονα: - Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με.
Φωνή στο
κενό. Κραυγή στο άγνωστο, στο χάος.
Ονοματισμένη
όμως. Ιησού!
Φωνή
καρδιάς με διάπυρη λατρεία και κρυφή ελπίδα:
Υιέ Δαβίδ,
ελέησόν με.
Και να,
που η φωνή, μακρινή, ασθενική, μα τόσο ικετευτική και σπαραξικάρδια, έφτασε
στ’αυτιά του Κυρίου:
- Τί
συμβαίνει; Ποιος φωνάζει;
- Α, τίποτε. Ένας ταλαίπωρος
τυφλός. Μη δίνεις, δάσκαλε, σημασία..
- Να τον φέρετε εδώ! Αυτός αξίζει
να ευεργετηθεί.
Κι εσείς
να μάθετε, ότι καμιά φωνή σας δεν χάνεται στο χάος., δεν πέφτει στο κενό.
Αρκεί να είναι χρωματισμένη με
πίστη και θέρμη ψυχής.
Αρκεί να είναι ονοματισμένη σωστά:
να απευθύνεται στον Μοναδικό, τον Θεάνθρωπο Μεσσία..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου