Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Το παιδί κι ο σπανός μυλωνάς

ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

Μια βολά ένας πατέρας είχ' ένα παιδί. Όντας απέθαινε, του είπε

του παιδιού: 

«Πρόσεχε παιδί μου το σπανό μυλωνά, μη σε γελάσει. Ούτε στάρι στο μύλο του να μην αλέσεις και να 'χεις την ευχή μου», κι έκλεισε τα μάτια του. 

Το παιδί μεγάλωσε και, δίχως να ξέρει μια βολά, το 'ριξε η μοίρα του σ' ένα μυλωνά που 'ταν σπανός. Πάει, ξεφορτώνει το στάρι και το βάνει στο μύλο. 

Τότε βλέπει που ο μυλωνάς ήταν σπανός κι έβαλε με το νου του να προσέχει. Πίσω να κάνει, ντροπή ήταν. 

Ο μυλωνάς όταν το είδε, παιδί πράμα κι ανήξερο, του λέει:
- Να σου ειπώ, παιδί μου κάτι για το καλό σου.
- Πες μου.
- Θα κάνουμε μια δουλειά. Θα ειπούμε ο καθένας μας όσα ψέματα ξέρουμε κι άμα ειπείς εσύ τα περ'σότερα, πάρ' το αλεύρι σου και φεύγα, πληρωμή δε θέλω. Άμα ειπώ εγώ, θα μου δώκεις όλο τ' αλεύρι.
 

Συλλογίστηκε το παιδί λιγάκι -πίσω να κάνει δεν το ‘βλεπε- και είπε:
- Αρχίνα, να ιδούμε.
 

Ο μυλωνάς έκατσε σ' ένα σακί στάρι του μύλου, ξερόβηξε κι άρχισε αυτός να μολογάει, κι ο μύλος ν' αλέθει το στάρι του παιδιού:
- Όντας γεννήθηκ' ο πατέρας μου, εγώ ήμουν από τη θύρα και κοίταγα που θα τον βαφτίσουν. Ήφεραν την κολυμπήθρα και τον πατέρα μου, κι ο παπάς είπε τα ψαλτικά του. Ήρθε η ώρα να τον βαφτίσουν, γύρεψαν λάδι, πουθενά λάδι. Λέει ο παπάς -για να σκεπάσει τη ντροπή- πως το 'χει ο Θεός στον ουρανό. Ποιός να πάει στον ουρανό; Κινάω εγώ μ' ένα αγγειό στο χέρι και πάω. Βγαίνω όξω, από πού ν' ανέβω; Πουθενά, ούτε σκάλα, ούτε κλαρί. Πάω παρέκει, γλέπω μια κολοκυθιά που πήγαινε τ' αψήλου. Αφήνω τ' αγγειό στο σκιάδι, στη σκια, εκεί στη ρίζα, κι αδράχνω ένα φύλλο, κι άλλο, φύλλο το φύλλο, ανεβαίνω, που λες,  στον ουρανό. Πάω στο Θεό. Εκεί είχαν στ’αλήθεια λάδι. Μα πού να το βάλω; Είχ' αστοχήσει το αγγειό κάτω στη γης. Ροβολάω στο άψε σβήσε πίσω, να το πάρω. Αποζητάω την κολοκυθιά, πάει. Την έχει φάει το γομάρι. Τι να κάμω, που απόμεινα στα ουράνια; Τήραξα απ' εδώ, τήραξα απ' εκεί, κάνω έτσι, βγάνω ένα ράμμα απ’ το πλεχτό μου και το αμολάω, να κρεμαστώ. Το ρίχνω κάτω. Μονό, δεν έφτανε. Διπλό, περίσσευε. Κάνω δυο οργιές τον κατήφορο, γλέπω κάτω, πάει τ' αγγειό! μου το είχαν πάρει. Στέκομαι πάλι ανάμεσα γης και ουρανό και συλλογιέμαι: αν κατεβώ, πώς θα ματανεβώ; Εκεί που καθόμουνα στη μέση στον αγέρα, κάνω έτσι στο λαιμό μου και πιάνω μια ψείρα. Α! εδώ σ' έχω! είπα. Την πιάνω, την τσακίζω, τη φουσκώνω, της βγάνω το τομάρι, και μια σκαρφαλώνω στην τριχιά και φτάνω στο Θεό. Γιομίζω το τομάρι λάδι και το φέρνω για το βαφτίσι, και με χίλια στανιά και ζόρια βάφτισαν τον πατέρα μου. Εγώ έκατσα πάλι πίσω από την πόρτα. Το είδα και σου τ’ ομολογάω».
Μίλαγε ολοένα ο μυλωνάς και το παιδί τον κοίταζε με τα έξυπνα μάτια του και σώπαινε. 


Ύστερα αρχίνησε το παιδί, με τρόπο φυσικό, εκφραστικό, συναρπαστικό:
- Όντας απέθανεν ο διάολος σ' έναν τόπο μακρινό, σαν την Κίνα να πούμε...
- Ο διάολος δεν πεθαίνει, είναι αερικό, τον αντίκοψε ο μυλωνάς.
- Παρακολούθα με βήμα-βήμα και μη με διακόπτεις, αλήθεια λέω. Φύτρωσε, που λες, ένα μεγάλο κραμπολάχανο, τόσο μεγάλο, που δεν το χώραγε καμιά τέντζερη να το βράσουν. Μαζεύτηκαν οι γύφτοι και οι χαλκιάδες του κόσμου, δεν μπόρεσαν να φκιάσουν τέτοιο καζάνι.
- Ούτε Γιαννιώτες μωρέ;
- Όχι σου λέω. Ήταν από δα σα πέρα. Μπρε, λέω, δεν πάω κι εγώ να ιδώ, να δοκιμάσω το τυχερό μου; Αν μου το πάρει το μάτι, καλά, κι α' δε, τι έχω να χάσω; Πιάνω, που λες, τον πέτο μου, τον καλοπετεινό μου, τον καβαλικεύω και τραβάω για την Κίνα.
- Πετώντας;
- Όχι, καλπάζοντας. Κι άκου να δεις. Μισοδρομίς ο πέτος αρχίνησε να γουργουρίζει πονεμένα και να κουτσαίνει. Μωρέ, τι έχει ο πέτος; λέω μέσα μου.
- Θα πάτησε καμιά πρόκα.
- Στάκα να δεις. Ξεπεζεύω λοιπόν, και τι να ιδώ! Μια τόση δα πληγή στη ράχη του. Κοιτάω γύρω να βρω βάλσαμο, να τη γιάνω. Κάνω έτσι, βλέπω μια καρυδιά μεγάλη και γιομάτη με καρύδια. Μιλιούνια ανθρώποι από κάτω ρίχνανε άλλος λιθάρια κι άλλος χώματα κι ό,τι μπόρεγε ο καθένας, για να γκρεμίσουν τα καρύδια, να τα φάνε.
- Με τις πέτρες ρίχνουν τα καρύδια, όχι με τα χώματα. Άμυαλοι ήταν οι μισοί.
- Τί να σου πω; Εγώ τη δουλειά μου έβλεπα. Κόβω ένα φύλλο της καρυδιάς, το βάνω στην πληγή. Καταλάγιασε ψίχα ο πέτος απ’τον πόνο και κίνησε πάλε. Πού να στα λέω τώρα όλα.
- Λέγε, να μου τα πεις, δε βιάζομαι καθόλου. Τί έγινε μετά;
- Έφτασα κάποια ώρα στην Κίνα, και θέλησε ο διάολος και μου 'δωκε ένα χέρι και το 'φκιασα το καζάνι. Έβρασε για καλά το κραμπολάχανο, έφαγα εγώ, έδωκα και του πέτου μου, έδωκα και στον κόσμο να χορτάσει, κι ύστερα έκανα να γυρίσω πίσω.
- Βραβείο δε σου δώκανε;
- Περίμενε. Περνάω που λες από τον ίδιο δρόμο, κι όντας ζύγωνα στην καρυδιά, τί να ιδώ;
- Είχανε φάει όλα τα καρύδια;
- Μη βιάζεσαι. Άλλο έγινε. Ζευγάρια και καματερά κι αλέτρια αμέτρητα κι άνθρωποι πολλοί πάνω στην καρυδιά, χαλασμός κόσμου! Άλλοι όργωναν, άλλοι έσπερναν, άλλοι αλώνιζαν κι άλλοι λίχνιζαν. Θαύμαζα κι εγώ!.
- Τι είχε γίνει;
- Πού να μου πάει ο νους εμένα! Πέρασε κάμποση ώρα και τότες θυμήθηκα. Τα χώματα και τα λιθάρια, που ρίχνανε για να γκρεμίσουν τα καρύδια, όντας διάβαινα, -ου! λέω κι εγώ. μωρέ, για ιδές!-  από εκείνα τα χώματα νά! γίνηκαν χωράφια και να! τα σπέρνουν τώρα και τ' αλωνίζουν απάνω στα φύλλα της καρυδιάς! Τι είναι τούτος ο κόσμος, Θέ μου!
- Μα καλά έσπερναν και θέριζαν συνάμα;
- Όπως στο λέω. Μα κοίτα να δεις πιο κάτω τί μου συνέβη. Κίνησα πάλε και στο δρόμο δίψασα. Γλέπω μια γούρνα και πάω κοντά. Κάνω να πιω, δεν έφτανα. Δεν είχα και καν’αγγειό κοντά μου. Είδα κι απόειδα, βγάνω το καύκαλο του κεφαλιού μου και πίνω.
- Ξεδίψασες;
- Ου, να δεις, κεφαλάρι ήτανε μεσ’τον κάμπο. Καβαλικεύω, που λες, πάλε τον πέτο μου και δρόμο πάλε. Έτρεχε ο πέτος, κι απ’το τρεχιό ίδρωσα. Μ' έφαε το κεφάλι μου. Κάνω να ξυστώ και μπλουμ! μέσα στο μυαλό τα δάχτυλά μου.
- Έπαθες ζημιά; Χάθηκε το θυμητικό σου;
- Κάθε άλλο. Τότε ζωήρεψε το μυαλό μου και θυμήθηκα πού τ' άφηκα το καύκαλο. Γυρνάω, που λες πίσω με αγωνία, και γλέπω μια αλ’πού, που 'φευγε σα πέρα με το καύκαλο στο στόμα. Τι να κάμω κι εγώ, είπα να φύγω να προλάβω στο μύλο τ’ αλεσμένο στάρι, γιατί πέρασε η ώρα και θα ‘ταν έτοιμο πια, κι ύστερα να πάω για την αλ’πού.
- Και πού θα τη βρεις όμως τώρα; του λέει ο μυλωνάς.
- Δώσε μου εσύ τ' αλεύρι, και τη βρίσκω εγώ. Πιο πονηρή από σενα δεν είναι. Μια και μπόρεσα να σε γελάσω εσένα, εκείνην την έχω πια στο χέρι.  



Το κατάλαβε ο μυλωνάς, πως βρήκε το μάστορά του, και γελάστηκε κι έχαψε τα ψέματα του μικρού, κι έτσι αναγκάστηκε να του παραδώσει το αλεύρι, που στο μεταξύ ήταν έτοιμο. Κι έχασε και τ’αλεστικά...


Γιάννα Σέργη. Λαϊκά παραμύθια της Ηπείρου.
Εκδ. «Εν πλω». Αθήνα 2008  σελ.57-60 (ελαφρά διασκευή)


Το νόημα του παραμυθιού:
Η ελληνική ψυχή είναι απ’τη φύση της ακμαία και πνευματώδης. Το ελληνικό πνεύμα είναι σπινθηροβόλο. Ακόμη και σε επαρχιακές περιοχές οι αγρότες δεν εννοούν να περνά η ζωή μονότονα, αλλά αγαπούν το «ξάφνιασμα», την επινοητικότητα, το χιούμορ, μια ιδιάζουσα άμιλλα, πάνω στο ποιός θα υπερκεράσει την οξύνεια και ευστροφία του άλλου.
Ο «διαγωνισμός ψέματος» του αφηγήματος, ενώ εμπερικλείει «στοίχημα» και «συμφωνημένη» εξαπάτηση και εκμετάλλευση του άλλου, συνάμα διασώζει στο βάθος του και αθωότητα και τιμιότητα, αφού στο τέλος αδιαμαρτύρητα ζημιώνεται ο νικημένος.
Η επιτυχία στην αναμέτρηση ευρίσκετο στο να κατορθώσει ο αφηγούμενος την ψεύτικη ιστορία να σαγηνεύσει τόσο πολύ τον συνομιλητή του, ώστε αυτός απορροφημένος και συνεπαρμένος από την πλοκή, να παρέμβει αυθορμήτως και να διατυπώνει κρίσεις ή απορίες πάνω στα γεγονότα, σαν να ήταν αυτά αληθινά. Αυτό σημαίνει ότι ο νους του έχασε προς στιγμήν την εγρήγορση και στιλπνότητά του και πίστεψε την ψεύτικη ιστορία ως αληθινή. Αυτό έπαθε ο μυλωνάς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου